- τελειωτικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά1. τελικός, ολοκληρωτικός: Του έδωσε το τελειωτικό χτύπημα.2. οριστικός, αμετάκλητος: Τελειωτική απόφαση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τελειωτικός — perfective masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελειωτικός — ή, ό / τελειωτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και τελειωτικός, ή, όν, Α [τελειῶ, ώνω] νεοελλ. 1. ανέκκλητος, οριστικός («τελειωτική απάντηση») 2. αυτός που φέρνει το τέλος («τελειωτικό χτύπημα») μσν. αρχ. αυτός που οδηγεί στην τελείωση («σοφία τελειωτική»,… … Dictionary of Greek
τελειωτικά — τελειωτικός perfective neut nom/voc/acc pl τελειωτικά̱ , τελειωτικός perfective fem nom/voc/acc dual τελειωτικά̱ , τελειωτικός perfective fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελειωτικῶν — τελειωτικός perfective fem gen pl τελειωτικός perfective masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελειωτικόν — τελειωτικός perfective masc acc sg τελειωτικός perfective neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελειωτικαῖς — τελειωτικός perfective fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελειωτικαί — τελειωτικός perfective fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελειωτικοῖς — τελειωτικός perfective masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελειωτικοί — τελειωτικός perfective masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελειωτικοῦ — τελειωτικός perfective masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)